- αντινομοθετώ
- (AM ἀντινομοθετώ, -έω)θέτω αντίθετους νόμους, νομοθετώ αντίθετα προς άλλους νόμουςαρχ.1. νομοθετώ εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς το θέλημα κάποιου2. παρουσιάζω αντινομία, αντιφάσκω3. προσδιορίζω, καθορίζω αντίθετα προς κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.